L'art et l'ame
L'eternel voyage de l'ame dans l'espace imaginaire,parution de l'essence divine aux yeux de l'humain precaire que nous sommes...
Την πρώτη φορά ήταν μια βροχερή Δευτέρα του Οκτώβρη. Η παράσταση δινόταν στο Cirque Royal των Βρυξελλών. Το podium είχε κυκλική μορφή και τα καθίσματα ήταν από μπορντώ βελούδο, όπως και τα τεράστια rideaux που έκρυβαν το κέντρο του κύκλου.
Παρά το γεγονός οτι η σάλα ήταν ασφυκτικά γεμάτη, κυριαρχούσε μια σιγή περίπου μυσταγωγική, σα να ψιθύριζε ο ένας στον άλλον κάποιο κοινό μυστικό. Ο μαρσεγιέζος γιός φιλοσόφου Maurice Bejart είχε τρία χρόνια να εμφανιστεί στην πόλη όπου άλλαξε το ρου της σύγχρονης τέχνης με τα μπαλέτα του 20ου αιώνα. Η μετακόμισή του στη Λωζάννη δεν έγινε με τις καλύτερες των προϋποθέσεων, αντιθέτως ήταν περίπου αναγκαστική μια και οι βελγικές αρχές φάνηκαν ακόμη μια φορά κατώτερες των περιστάσεων, ωθώντας σε εξορία έναν από τους λαμπρότερους πρεσβευτές όχι μόνο της χώρας, αλλά και της οικουμενικής διανόησης.
Η σημερινή επιστροφή του ήταν ένα μεγάλο, τεράστιο ερωτηματικό. Θα συνέχιζαν τα μπαλέτα της Λωζάννης την πορεία που ξεκίνησε με τα μπαλέτα του 20ου αιώνα, ή θα υστερούσαν, και πόσο;
Τα φώτα χαμήλωσαν τη στιγμή ακριβώς που έπρεπε. Η σκηνή άνοιξε και τα φώτα άρχισαν ν'ανάβουν σιγά-σιγά, ένα-ένα, ακολουθώντας το ρυθμό μιας μελωδίας που πήγαινε και ακουμπούσε με κάθε της νότα και μια σου πληγή. Δεν πονούσαν αυτοί οι ήχοι, ήταν ο πιο ευπρόσδεκτος πόνος, ήταν ήχοι και χρώματα και μυρωδιές και εικόνες και άγγιγμα μαζί.
Καθώς φωτίζεται η σκηνή, φανερώνεται μπροστά μας ένας τρισδιάστατος πίνακας γνώριμος και ιδιοφυής, μια συμβολιστική παράφραση του ιδεατού δρόμου, μια οδός Αθηνάς όπως τη ζωγραφίζει ο Διονύσης Φωτόπουλος. Η μπαλάντα της οδού Αθηνάς του Μάνου Χατζηδάκι κεντά φράσεις και εκμηδενίζει το χρόνο μαγεύοντας το ακροατήριο που, χωρίς αναπνοή, περιμένει την έλευση των χορευτών.
Και ξαφνικά εμφανίζονται οι φιγούρες που γνωρίζεις από το Bolero, ασύγχρονες ερινύες με πιο πολλές διαστάσεις απ'όσες σου έτυχε να εξερευνήσεις. Οι κινήσεις ακολουθούν τη ροή των συναισθημάτων τόσο απλά, αναμενόμενα αλλά ταυτόχρονα ασύλληπτα, που ολόκληρο το Cirque Royal ανυψώνεται και μεταφέρεται σε άλλη διάσταση.
Νιώθεις να παρασύρεσαι από μια τρομακτική πληθώρα αλλεπάλληλων συναισθηματικών μετατάξεων, τόσο γρήγορα που το μυαλό σου αδυνατεί να ακολουθήσει και αφήνεις την καρδιά να νιώσει τουλάχιστον. Δεν αρκεί...Το σύνολο των ζωτικών σου λειτουργιών βρίσκεται σε υπερδιέγερση, με τον εγκέφαλο να δουλεύει σε πλήρη λειτουργία και τα μάτια να έχουν ανοίξει ρουφώντας τα δρώμενα.
Γίνεσαι κοινωνός της μέθεξις στην οποία οδηγεί η τέχνη όταν γίνεται μη λεκτική, όταν αφορά απευθείας το συνειδητό, τη μνήμη αλλά και την ίδια σου την υπόσταση. Θέτεις ερωτήματα και απαντάς σχεδόν αυθόρμητα, όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί είναι αναπόφευκτο.
Κρατάς την αναπνοή σου και κοιτάς και σκέφτεσαι και νιώθεις και καταλαβαίνεις και χάνεσαι και πάλι καταλαβαίνεις.
Δεν έτυχε να αισθανθώ κάτι περισσότερο πλήρες καλλιτεχνικά από τότε. Μέσα στις όπερες, στα μεγάλα θέατρα και τους λογοτέχνες, κάθε απόπειρα είναι μια απόπειρα να αναπαραχθεί κάτι αντίστοιχο με το αποτέλεσμα της βραδυάς όπου ο Maurice Bejart χορογράφησε τη Μπαλάντα της οδού Αθηνάς του Μάνου Χατζιδάκι, σε σκηνικά του Διονύση Φωτόπουλου.
0 σχόλια