ΤΟ HIP HOP ΤΟΥ ΟΒΕΛΙΑ
Καθώς τη σούβλα γύριζα ακούω μια σφυρίχτρα
και σκάνε μύτη οι κολλητοί και γίνεται μια πήχτρα,
ήταν ζεστή η πυρκαγιά, ήταν ζεστή κι η μέρα
κατσίκι ψήσου γρήγορα, να μη σου ρίξω σφαίρα!
Δικέ μου, λέει ο M.C. BLACK, που βρίσκονται τα ξύδια,
που τά'βαλε η μάνα μου, για δες αυτά είναι ίδια;
πλακώσαμε τα μπακιρί, τα ρούμια και τις κόκες,
μα το κατσίκι τίποτα, λες και του βάλαν πρόκες,
αφού απο την πείνα μας φάγαμε το ψυγείο,
πλακώσαμε ό,τι τρώγεται, μέχρι και το ενυδρείο,
κι ενώ οι μάγκες πίνανε, χωρίς φειδώ και γνώση,
τελειώσαν οι προμήθειες, ήμασταν και καμπόσοι...
Την πέσαμε μες το μπαχτσέ, να τρώμε τα καρότα,
καλά, τα ζαρζαβατικά, μιλάμε ...πολύ πρώτα,
και δώστου να τσιμπολογούν ολίγον οβελία
που φατσικά ήταν όμοια η μάνα του Ηλία,
ρίξαμε και στα ντεσιμπέλ, Μότσαρτ και ...Ντονιτζέτι,
για να σιτέψει το αρνί, πριν απ'το μπερεκέτι
πήγε σχεδόν απόγευμα, και η σούβλα σταματάει
ψητό είπα να το κάνουμε, μα τούτο παραπάει,
Πάνω έριξα το εκλιπών, εις την τραπεζαρία
και σφύριξα να έρθουνε, πριν γίνουν όλα κρύα,
περίμενα, περίμενα, κανένας δεν εφάνη,
τους βλέπω ψόφιους στην αυλή, χορός τ'Αριστοφάνη,
τι νά'κανα λοιπόν κι εγώ, πλακώθηκα στη μάσα
σε μια ωρίτσα το πολύ την έκανα ταράτσα,
αφού κανείς δε δέησε στη μάσα να συνδράμει
το έφαγα ολόκληρο, χωρίς ν'αφήσω δράμι!
5 σχόλια